φακιρικός

φακιρικός
η , ό[ν] факирский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φακιρικός" в других словарях:

  • φακιρικός — ή, ό, Ν [φακίρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φακίρη («φακιρικά τεχνάσματα») …   Dictionary of Greek

  • φακιρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φακίρη (βλ. λ.) : Φακιρική επίδειξη. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φακιρικά ταχυδαχτυλουργίες, κόλπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»